Τα όρια του “πράσινου” καπιταλισμού

Απόσπασμα από το βιβλίο «το Χρυσό Παραπέτασμα», του Πέτρου Παπακωνσταντίνου. Το κομμάτι που παραθέτουμε είναι από την ενότητα του βιβλίου αφιερωμένη στο οικολογικό ζήτημα. Είναι ουσιαστικά μια συνοπτική παρουσίαση για τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος καπιταλισμός προσπαθεί να υπερβεί τα προβλήματα που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, αλλά και μια απάντηση σε αυτούς που προσβλέπουν σε εναλλακτικά σενάρια «πράσινης ανάπτυξης».

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Το δεύτερο, κρίσιμο ερώτημα που έχει τεθεί είναι αν μπορούν να αναζητηθούν τεχνοκρατικές και οικονομικές λύσεις στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης*.

Η τάση αυτή είναι πολύ ισχυρή, όχι μόνο στο επίπεδο των εκθέσεων ιδεών του Αλ Γκορ, του Νίκολας Στερν – συγγραφέα πρόσφατης, πολύκροτης έκθεσης που θα μας απασχολήσει στην συνέχεια – και διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και στην πραγματική οικονομική ζωή. Το οικολογικό ζήτημα αναδεικνύει τη μοναδική ικανότητα του καπιταλισμού να εκμεταλλεύεται τις καταστροφές που ο ίδιος προκαλεί, προωθώντας από άλλον ένα δρόμο «την αναπαραγωγή μέσω της απαλλοτρίωσης», στην οποία είδη αναφερθήκαμε.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία καινούργιων, δυναμικά αναπτυσσόμενων κλάδων της βιομηχανίας και της γεωργίας, ακριβώς πάνω στην «καμένη γη» της οικολογικής κρίσης: εναλλακτικές πηγές ενέργειας, βιολογικά προϊόντα, βιομηχανίες ανακύκλωσης και πάει λέγοντας. Η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ στη Γερμανία υπολογίζει ότι μέχρι το 2020, μόνο ο τομέας της «καθαρής» ενέργειας θα απασχολεί περισσότερους εργαζόμενους από την κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που αποτέλεσε τον κινητήρα της μεταπολεμικής ανάπτυξης της χώρας.

Άλλη μια φορά, οι κυρίαρχες ελίτ είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν σε τεχνοκρατικές ουτοπίες το μαγικό ραβδί που θα τις απαλλάξει από ένα κοινωνικό πρόβλημα, καθώς δεν μπορούν, από την ίδια τους την κοινωνική θέση, να θίξουν τις πραγματικές αιτίες που το γεννούν. Το αποτέλεσμα είναι, βέβαια, να διαιωνίζουν το πρόβλημα, στην καλύτερη περίπτωση να κερδίζουν λίγο χρόνο, να περιορίζουν κουτσά στραβά τις πιο ακραίες συνέπειές του, μόνο για να το συναντήσουν ξανά μπροστά τους σε πιο εφιαλτικές διαστάσεις. Διδακτική είναι η κριτική του αρθογράφου του Guardian Τζορτζ Μονμπάιοτ για τη μυθοποίηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, με αφορμή τη διαμάχη που ξέσπασε την άνοιξη του 2005 στη χώρα του γύρω από το σχεδιαζόμενο αιολικό πάρκο Γουίνας:

«Τα αιολικά πάρκα, αν και αναγκαία, είναι κλασικό παράδειγμα αντιμετώπισης του συμπτώματος και όχι της νόσου. Αντί να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στην πηγή του, που δεν είναι άλλη από την ακόρεστη ενεργειακή ζήτηση, επινοούμε λιγότερο επιβλαβής τρόπους για να ζούμε με αυτό το πρόβλημα. Ή έστω μέρος του προβλήματος. Αντικαθιστώντας μέρος της ενέργειας που παράγεται με την καύση ορυκτών καυσίμων, το αιολικό πάρκο Γουίνας θα μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 178.000 το χρόνο. Ακούγεται εντυπωσιακό, μέχρις ότου πληροφορηθεί κανείς ότι η πτήση ενός και μόνο τζάμπο, μέσα σε μια και μόνη ημέρα, από το Λονδίνο στο Μαϊάμι και πίσω στο Λονδίνο, απελευθερώνει αέρια που επιβαρύνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τα οποία, σε ετήσια βάση, αντιστοιχούν σε 520.000 τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι, η ημερήσια, αεροπορική σύνδεση Βρετανίας – Φλόριντα κοστίζει όσο εξοικονομούν τρεις γιγαντιαίες ανεμογεννήτριες […]. Για να καλύψουμε το σύνολο των ενεργειακών μας αναγκών, θα έπρεπε να καλύψουμε με ανεμογεννήτριες ολόκληρη την έκταση των Βρετανικών Νησιών».**

Αν τα οφέλη της αιολικής ενέργειας είναι απλώς περιορισμένα, τα πράγματα διαγράφονται πολύ χειρότερα με τα πολυδιαφημισμένα βιοκαύσιμα, τα οποία προβάλλονται ως ιδεώδεις υποκατάστατο του πετρελαίου. Το θέμα ήρθε στις πρώτες γραμμές της διεθνούς επικαιρότητας τον Μάρτιο του 2007, με τη συμφωνία που υπέγραψε ο Τζορτζ Μπους με τον Λούλα για την ανάπτυξη της παραγωγής αιθανόλης στη Βραζιλία.

Θεωρητικά, τα βιοκαύσιμα που παράγονται από τα φυτά μπορούν να μειώσουν το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνεται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνταγή περιβαλλοντικής και ανθρωπιστικής καταστροφής. Από την μια πλευρά, οι καλλιέργειες βιοκαυσίμων συμβάλλουν στην αποψίλωση δασικών εκτάσεων και, ειδικά στην περίπτωση της Βραζιλίας, στην επιτάχυνση της καταστροφής της Αμαζονίας, που αποτελεί τον μεγαλύτερο «πνεύμονα» του πλανήτη, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση που προκαλέιται από την επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου να είναι πολύ σοβαρότερη από την όποια βελτίωση.

Από την άλλη, η επιλογή των βιοκαυσίμων πυροδοτεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ανάγκες των ιδιοκτητών αυτοκινήτων για καύσιμα και στις ανάγκες των φτωχών λαών για τρόφιμα, εις βάρος των δευτέρων. Η εντατικοποίηση της παραγωγής αιθανόλης, μιας αλκοόλης που παράγεται από σίτο και καλαμπόκι, είναι ο βασικός παράγοντας που εκτοξεύει στα ύψη τις τιμές αυτών των βασικών διατροφικών προϊόντων στη Λατινική Αμερική, σύμφωνα με την Υπηρεσία Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ. Ήδη, το 2007 ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές για τις τιμές των τροφίμων στο Μεξικό και οι ειδικοί προβλέπουν ότι η άνοδος των τιμών θα επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο σύμβουλος του ΟΗΕ για το επισιτιστικό πρόβλημα του Τρίτου Κόσμου Ζαν Ζιγκλέρ χαρακτήρισε την επιβεβλημένη από τον ιμπεριαλιστικό Βορρά μεταστροφή χωρών της περιφέρειας όπως η Βραζιλία, από την παραγωγή τροφίμων στην παραγωγή αιθανόλης, «ως έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας» και εισηγήθηκε πενταετές μορατόριουμ στα κυβερνητικά σχέδια για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Τον Νοέμβριο του 2007, η Οργάνωση Τροφίμων και Αγροτικής Οικονομίας του ΟΗΕ αποκάλυψε ότι τα παγκόσμια αποθέματα τροφίμων έχουν σημειώσει αρνητικό ρεκόρ 25ετίας και προειδοποίησε ότι βαδίζουμε προς σοβαρότατη επισιτιστική κρίση. Οι τιμές του ρυζιού αυξήθηκαν μέσα στο 2007 κατά 20% και πολλών δημητριακών από 50% έως 100%. Ένας από τους βασικούς παράγοντες (αν και όχι ο μοναδικός) που ωθούν τις τιμές προς τα πάνω είναι τα βιοκαύσιμα.

Ανάλογες σκέψεις μπορεί να διατυπώσει κανείς για τα στοιχεία του υδρογόνου, που προβάλλονται ως εναλλακτική λύση έναντι της βενζίνης για την τροφοδοσία των αυτοκινήτων. Πρόσφατοι υπολογισμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν ότι σ’ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να διπλασιαστεί η συνολική ισχύς του εθνικού ηλεκτρικού δικτύου. Επομένως, από περιβαλλοντικής απόψεως, ότι κερδηθεί από τη μείωση των ρύπων των ΙΧ, θα χαθεί με την αύξηση των ρύπων λόγω της αυξημένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Και αυτό χωρίς να υπολογίζουμε τις εκρηκτικές κοινωνικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις που θα έχει η ξαφνική κατάρρευση οικονομιών του Τρίτου Κόσμου, ιδίως της Μέσης Ανατολής, οι οποίες – δυστυχώς – στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πετρέλαιο

* Σ’ αυτή τη λογική κινείται και το υπερτιμημένο, λόγω της πεισματικής άρνησης του Μπους να το επικυρώσει, Πρωτόκολλο του Κιότο

** G. Monbiot, “An Ugly Face of Ecology”, Guardian, 26/4/2005

Leave a comment